Απάντηση στο σχόλιο
Ανακτημένες Επιχειρήσεις της Αργεντινής: Ένα νέο μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας
Οι εργαζόμενοι της Αργεντινής έχουν υιοθετήσει την κατάληψη και αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να ανακτήσουν την αξιοπρέπεια της εργασίας.
Την Παρασκευή έγινε η παρουσίαση της 4ης Πανεθνικής Έρευνας για τις Ανακτημένες Επιχειρήσεις στην Αργεντινή, από το πρόγραμμα “Ανοιχτή Σχολή” της Σχολής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Η τελετή έγινε στο ξενοδοχείο Bauen, στη διασταύρωση των οδών Callao και Corrientes, όπου γιορτάστηκε και η ενδέκατη επέτειος της κατάληψης του ξενοδοχείου από τους εργαζόμενους. Η επέτειος συνέπεσε επίσης με τη δημοσιοποίηση δικαστικής εντολής, η οποία δίνει στους εργαζόμενους 30 ημέρες για να εκκενώσουν το ξενοδοχείο.
Η ιστορία του Bauen θα μπορούσε να διαβαστεί επίσης ως μια παραβολή για την άνοδο, τη στασιμότητα και την κατακόρυφη πτώση του νεοφιλελευθερισμού. Ο Marcelo Iurcovich το έκτισε το 1978 με ένα δάνειο από την Εθνική Τράπεζα Ανάπτυξης (BANADE) μέσω της "Ανεξάρτητης Αρχής του Μουντιάλ 78", ενός οργανισμού φτιαγμένου απ' τη δικτατορία για τη χρηματοδότηση έργων του Παγκόσμιου Κύπελλου Ποδοσφαίρου. Το διάταγμα 1261/77 απέκλειε την διαφάνεια στη διοίκησή του οργανισμού, και για αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει λογιστική αποτίμηση των οικονομικών του Μουντιάλ του 1978. Ο Iurcovich έκτισε το ξενοδοχείο χωρίς να βάλει καθόλου χρήματα από την τσέπη του, και ποτέ δεν επέστρεψε καν την πρώτη δόση του δανείου.
Η δεκαετία του '80 ήταν η χρυσή εποχή του Bauen: μετά τον πύργο στην οδό Callao, ο Iurcovich έκτισε τη σουίτα Bauen από πίσω, στην οδό Corrientes. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, το ξενοδοχείο φιλοξένησε συνεδριάσεις του Περονισμού καθώς και διάφορες τελετές μετά την επανεκλογή του Κάρλος Μένεμ το 1995. "Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ως εταιρεία του κεφαλαίου με τον Iurcovich, το ξενοδοχείο Bauen ήταν το ξενοδοχείο των ελίτ. Μετά τη εργασιακή διαμάχη, μετατρέπεται στο αντίθετο του: είναι το σπίτι του λαού. Δεν υπάρχει συνέλευση του κόσμου της εργασίας ή της κοινωνικής οικονομίας που να μην έχει περάσει από εδώ», λέει ο Federico Tonarelli, εργαζόμενος στο Bauen και πρώην πρόεδρος του συνεταιρισμού που το διαχειρίζεται. Επιπλέον, κάθε χρόνο, το ετήσιο φεστιβάλ τατουάζ, το μεγαλύτερο στη Λατινική Αμερική, γίνεται στο χώρο του ξενοδοχείου, ενώ πέρυσι έγινε και η εκλογή της Μις Τρανς (http://bit.ly/1dgM6yH).
Το μεγαλείο του Bauen αρχίζει να φθίνει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90: η διαδικασία ανοίγματος της αγοράς επιτρέπει στις νέες διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων να εκτοπίσουν τον ανταγωνισμό. Το 1997, η Χιλιανή επιχείρηση Solari αποφασίζει να αγοράσει το ξενοδοχείο για 12 εκατ. δολάρια και αρχίζει να το διαχειρίζεται, αν και τελικά πληρώνει μόνο τη πρώτη δόση των 4 εκατ. ευρώ. Στο μεταξύ, ο Iurcovich δημιούργεί μια νέα επιχείρηση, Mercoteles, η οποία αρχικά διοικείται από τον κουνιάδο του (ενω τώρα πλέον διοικείται από τον γιο του). Λίγες μέρες αφού δημιουργήθηκε, η Mercotel αγόρασε το Bauen: Ο Iurcovich πούλησε το ξενοδοχείο στον εαυτό του, ενώ η Solari κατέρρευσε, οδηγούμενη σε χρεοκοπία το 2001, κλείνοντας το ξενοδοχείο και απολύοντας τους 80 εναπομείναντες εργαζόμενους μετά από μια μακρά διαδικασία εκκένωσης. Έτσι αρχίζει η νομική διαμάχη για την κυριότητα του ακινήτου η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η χώρα στις φλόγες
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι παράξενα για τη γενικότερη κοινωνικό/οικονομική κατάσταση της χώρας εκείνη την εποχή: οι εργάτες του Bauen δεν ήταν οι μόνοι που δεν είχαν καμία πηγή εισοδήματος. 30 από αυτούς αρχίζουν να δημιουργούν σχέσεις με το αναδυόμενο κίνημα των ανακτημένων επιχειρήσεων, ενθαρρύνονται από την εταιρία γραφικών τεχνών Chilavert, και σχηματίζουν έτσι συνεταιρισμό για να ανακτήσουν το ξενοδοχείο. Ο ακαδημαϊκός Andrés Ruggeri παρακολουθεί από κοντά το κίνημα των ανακτημένων επιχειρήσεων από την αρχή του το 2002, οπότε και ιδρύθηκε το πρόγραμμα “Ανοιχτή Σχολή” το οποίο συντονίζει. Ο Ruggeri μας λέει ότι «στη αρχή το πρόγραμμα μας δεν είχε ένα σαφή στόχο. Η ιδέα ήταν να συνεργαστεί με τα κοινωνικά κινήματα της εποχής: τους πικετοφόρους, τις λαϊκές συνελεύσεις, όχι μόνο τα ανακτημένα εργοστάσια. Πολύ γρήγορα όμως αναπτύξαμε μια καλή σχέση με την IMPA και είδαμε το δυναμικό αυτών των εταιρειών. Ποιο ήταν αυτό το δυναμικό; Ο 'εργαζόμενος', που ως υποκείμενο είχε ηττηθεί και απουσίαζε από τους αγώνες στη δεκαετία του '90. Επρόκειτο για την επιστροφή των βιομηχανικών εργατών, των κλασσικών εργαζομένων. Γι' αυτό επικεντρωσαμε το ενδιαφέρον μας σε αυτούς", λέει ο Ruggeri. Μία από τις πολλές δραστηριότητες του προγράμματος (για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: http://bit.ly/1d8ftYD) είναι η έρευνα πάνω στις ανακτημένες επιχειρήσεις.
Οι μελέτες αυτές δείχνουν μια ανάπτυξη του κινήματος. Το 2001 υπήρχαν 36 ανακτημένες επιχειρήσεις καταγεγραμμένες σε ολόκληρη τη χώρα. Το 2004 είχαν γίνει 163 ενώ το 2010 υπήρχαν 247. Αυτή τη στιγμή είναι περίπου 311 και απασχολούν 13.500 εργαζόμενους συνολικά. Γιατί ο αριθμός τους συνέχισε να αυξάνεται μετά το τέλος της κρίσης; Ο Ruggeri λέει, "οι ανακτημένες επιχειρήσεις έχουν ήδη αποδείξει τη βιωσιμότητα τους: εκπληρούν το βασικό τους στόχο, που είναι να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, και πολλές φορές καταφέρνουν ακόμα περισσότερα. Επιπλέον, παρόλο που η κρίση ξεπεράστηκε, οι εταιρείες συνεχίζουν να χρεοκοπούν: είναι κάτι φυσιολογικό για το καπιταλιστικό σύστημα. Η διαφορά πλέον είναι ότι οι εργαζόμενοι έχουν υιοθετήσει την ανάκτηση και αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο και μια πιθανή διέξοδο. Αυτό είναι κάτι που τις προηγούμενες δεκαετίες δεν αποτελούσε μέρος του οικονομικού και ιδεολογικού μας ορίζοντα".
Ανάμεσα σε αυτές τις εταιρίες βρίσκει κανείς όλες τις δραστηριότητες. Οι περισσότερες ανακτημένες επιχειρήσεις είναι μεταλλουργικές, αν και η αναλογία τους μειώνεται: σήμερα είναι 61, που αποτελούν σχεδόν το 20 % του συνόλου. Αλλά υπάρχουν και δύο ναυπηγεία, 31 εταιρίες γραφικών τεχνών (οι οποίες συσπειρώνονται στην ομοσπονδία "Δίκτυο Συνεταιριστικών Τυπογραφείων"), 26 υφαντουργικές, ακόμη και μέσα μαζικής ενημέρωσης, κέντρα υγείας, εταιρίες ψύξης και ένα ορυχείο.
Και τώρα, ποιος μπορεί να μας βοηθήσει;
Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης έγινε στη Σάλα Bolivar: αυτή είναι μόνο μία από τις 6 που έχει το ξενοδοχείο, επιπλέον από το αμφιθέατρο, τα 220 δωμάτια (εκ των οποίων τα 170 βρίσκονται σε λειτουργία), το μπαρ, την πισίνα και το σολάριουμ (τα δύο τελευταία ακόμη δεν έχουν ξανανοίξει). Ο αγώνας του Bauen για αυτοδιαχείριση αντανακλάται στην λειτουργία του. Το ξενοδοχείο δεν κλείνει ποτέ και οι 130 εργαζόμενοι του χωρίζονται σε τρεις βάρδιες. Παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις στις συνελεύσεις, και τις λιγότερο σημαντικές τις παίρνει ο υπεύθυνος κάθε τομέα, που επιλέγεται με γνώμονα την εμπειρία του στη συγκεκριμένη θέση εργασίας και το σεβασμό που οι συνάδελφοι του έχουν για αυτόν. Πώς μοιράζονται τα κέρδη του ξενοδοχείου; Ο Federico λέει ότι "ενώ ορισμένες ανακτημένες επιχειρήσεις αποφασίζουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι αμείβονται ακριβώς το ίδιο, εμείς θεωρούμε ότι υπάρχουν θέσεις ευθύνης που αξίζουν καλύτερή αμοιβή. Ωστόσο, στον ιδιωτικό τομέα η ψαλίδα είναι πολύ μεγαλύτερη: η μισθολογική διαφορά μεταξύ ενός διευθυντή και ενός ασκούμενου μπορεί να είναι 10 προς 1, ενώ εδώ είναι 3 προς 1 στην καλύτερη περίπτωση. Προφανώς υπάρχει και μια οικονομική αναγνώριση για τους συντρόφους που κατέλαβαν το εργοστάσιο το 2003, γιατί χωρίς αυτούς δεν θα ήμασταν εδώ."
Η προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου, το 2007, υπεγράφη από την δικαστή του εμπορικού δικαίου Paula Hualde. Αποφάσισε ότι το ξενοδοχείο ανήκει στην αλυσίδα Mercoteles και απαίτησε την εκκένωση του από τους εργαζομένους σε 30 ημέρες. Την ημερομηνία της οριστικής εκκένωσης οργανώθηκε μία συναυλία με 4000 παρευρισκόμενους μπροστα στην είσοδο του ξενοδοχείου, για να αποτραπεί μία πράξη που τελικά ποτέ δεν ευοδώθηκε. Ο δικαστικός μαραθώνιος των εργαζομένων συνεχίστηκε: προσπάθησαν να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης, αλλά το 2009 το Εμπορικό Επιμελητήριο επιβεβαίωσε την ιδιοκτησία της Mercoteles. Παρουσίασαν μια καταγγελία στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε το 2012, αφού υπήρχε ήδη δεδικασμένο. Ως τελευταία επιλογή, κατέθεσαν μια ποινική καταγγελία κατά του Iurcovich και ζήτησαν από τη δικαστή Hualde να αυτοανακηρυχθεί αναρμόδια, αφού η ίδια είχε δικάσει και την υπόθεση πτώχευσης της εταιρίας Solari, και να διαβιβάσει την υπόθεση στο Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο. Η δικαστής ποτέ δεν ανακηρύχθηκε αναρμόδια, αλλά ανέστειλε την εντολή εκκένωσης. Το 2013 η ποινική υπόθεση παραγράφηκε: η δικαστής Hualde θα πρέπει να εκτελέσει και πάλι την απόφαση του 2007. Έτσι, δόθηκε χτες στη δημοσιότητα ένα διάταγμα που -και πάλι- ορίζει ότι οι εργαζόμενοι έχουν 30 ημέρες για να εκκενώσουν το χώρο.
Απαλλοτρίωση;
«Μέσα στα πλαίσια του νόμου δεν μας μένει καμία εναλλακτική λύση. Η τελική απόφαση είναι ξεκάθαρη: για τη δικαιοσύνη, το ξενοδοχείο ανήκει στη Mercoteles και η δικαστής επιδιώκει να κλείσει μια επιτυχημένη εταιρεία με 130 εργαζόμενους: Αυτό που συμβαίνει είναι στα όρια της τρέλας. Αυτή η κατάσταση μόνο πολιτικά μπορεί να επιλυθεί, αλλά δεν βλέπουμε καμία πολιτική βούληση στο Κογκρέσο», λέει ο Federico. Το τελευταίο σχέδιο νομού για να απαλλοτριωθεί το ξενοδοχείο προς όφελος των εργαζομένων παρουσιάστηκε το 2012, και δεν βρήκε μεγάλη απήχηση μέσα στο κοινοβούλιο. "Εμείς υποστηρίζουμε ότι αν το κράτος κάνει απαιτητά τα χρέη που συνήφθηκαν από τον Iurcovich για την κατασκευή του Bauen, το ξενοδοχείο ανήκει στο κράτος. Και εμείς δεν θέλουμε το κράτος να μας το χαρίσει: να καθίσουμε να βρούμε μια λύση, είτε να το νοικιάσουμε, είτε να μας το παραχωρήσει προσωρινά, είτε να πάρουμε ένα δάνειο, ένα δάνειο για 20 χρόνια για να αγοράσουμε το ακίνητο."
"Η δικαστής Hualde γνωρίζει ότι η κατάσταση είναι περίπλοκη, και το 2012, μας προσκάλεσε σε μία ακροαματική διαδικασία συμβιβασμού με την Mercoteles. Εκεί ο Iurcovich πρότεινε να μας προσλάβει όλους και πάλι, το οποίο είναι για γέλια αν αναλογιστούμε όλα όσα έχουν συμβεί."
Η έκθεση της “Ανοιχτής Σχολής” αποκαλύπτει το νομικό καθεστώς των ανακτημένων επιχειρήσεων με βάση ένα δείγμα που περιλαμβάνει 31 από αυτές. Το ξενοδοχείο Bauen αποτελεί μέρος του 25,8% των επιχειρήσεων που έχουν καταθέσει πρόταση απαλλοτρίωσης στο κοινοβούλιο και περιμένουν να εγκριθεί. Οι προοπτικές δεν είναι ενθαρρυντικές : μόνο στο 16% των περιπτώσεων η ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε υπέρ των εργαζομένων, σε ένα 9,7% έχουν άδεια από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εργάζονται προσωρινά και ένα 16% λειτουργεί με το χώρο παραγωγής κατειλημμένο.
Ο Ruggeri υποστηρίζει ότι αυτή η νομική επισφάλεια "είναι το κύριο μειονέκτημα των ανακτημένων επιχειρήσεων. Δεν έχουν την κυριότητα της εταιρίας, ούτε και πρόσβαση σε δάνεια, και βρίσκονται σε διαμάχη με τους πρώην ιδιοκτήτες. Ούτε βέβαια έχουν στην διάθεση τους κεφάλαιο: αυτό που έχουν είναι παλιά ή κατεστραμμένα μηχανήματα και εγκαταστάσεις, και βεβαίως το εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, το διοικητικό, τεχνικό ή εμπορικό προσωπικό συχνά είναι το πρώτο κομμάτι των εργαζομένων που εγκαταλείπει τον αγώνα, αφού είναι πιο εύκολο να βρουν δουλειά αλλού. Σε αυτή την περίπτωση, όσοι έχουν απομείνει πρέπει να αποκτήσουν νέες δεξιότητες που πιθανόν δεν φαντάζονταν καν ότι υπήρχαν, γιατί ήταν εκτός του αντικειμένου τους. Από την άλλη, οι πιο ενοχλητικές πτυχές της εργασίας εξαφανίζονται: η εκμετάλλευση, η κακοποίηση. Ανακτάται η αξιοπρέπεια της εργασίας. Αλλάζει ο ρυθμός και το εργασιακό κλίμα. Οι εισπράξεις σταματάνε να προορίζονται αποκλειστικά για τη συσσώρευση κεφαλαίου και την ευημερία του αφεντικού, και έτσι μπορεί να γίνεται καλύτερη διανομή. Αναστρέφεται αυτή η επιχειρηματική λογική της παραγωγής πλεονάσματος με κάθε θυσία, και εμφανίζονται τα ανθρώπινα στοιχεία: Αναδύεται μια αίσθηση αλληλεγγύης, την οποία μπορεί να αντιληφθεί κανείς παρατηρώντας τον μεγάλο αριθμό πολιτιστικών κέντρων και λαϊκών σχολείων που λειτουργούν μέσα στις ανακτημένες επιχειρήσεις”.